χρηστομαθία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χρηστομαθί αἱ χρηστομαθίαι
      γενική τῆς χρηστομαθίᾱς τῶν χρηστομαθιῶν
      δοτική τῇ χρηστομαθί ταῖς χρηστομαθίαις
    αιτιατική τὴν χρηστομαθίᾱν τὰς χρηστομαθίᾱς
     κλητική ! χρηστομαθί χρηστομαθίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρηστομαθί
γεν-δοτ τοῖν  χρηστομαθίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρηστομαθία < χρηστομαθής + -ία < χρηστός + -ο- + μανθάνω

Ουσιαστικό

χρηστομαθία θηλυκό (& χρηστομάθεια)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.