χρηματίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρηματίστρια | οι | χρηματίστριες |
| γενική | της | χρηματίστριας | των | χρηματιστριών |
| αιτιατική | τη | χρηματίστρια | τις | χρηματίστριες |
| κλητική | χρηματίστρια | χρηματίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρηματίστρια < χρηματιστ(ής) + -τρια
Αναφορές
- ΔΦΑ : /xɾi.maˈti.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρη‐μα‐τί‐στρι‐α
Μεταφράσεις
χρηματίστρια
|
→ δείτε τη λέξη χρηματιστής |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.