χουμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χουμικός | η | χουμική | το | χουμικό |
| γενική | του | χουμικού | της | χουμικής | του | χουμικού |
| αιτιατική | τον | χουμικό | τη | χουμική | το | χουμικό |
| κλητική | χουμικέ | χουμική | χουμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χουμικοί | οι | χουμικές | τα | χουμικά |
| γενική | των | χουμικών | των | χουμικών | των | χουμικών |
| αιτιατική | τους | χουμικούς | τις | χουμικές | τα | χουμικά |
| κλητική | χουμικοί | χουμικές | χουμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
χουμικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.