χορηγήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χορηγήτρια | οι | χορηγήτριες |
| γενική | της | χορηγήτριας | των | χορηγητριών |
| αιτιατική | τη | χορηγήτρια | τις | χορηγήτριες |
| κλητική | χορηγήτρια | χορηγήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χορηγήτρια < χορηγητής + κατάληξη θηλυκού -τρια < ελληνιστική κοινή χορηγητήρ < αρχαία ελληνική χορηγέω < χορηγός
Μεταφράσεις
χορηγήτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.