χοντρογούρουνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χοντρογούρουνο | τα | χοντρογούρουνα |
| γενική | του | χοντρογούρουνου | των | χοντρογούρουνων |
| αιτιατική | το | χοντρογούρουνο | τα | χοντρογούρουνα |
| κλητική | χοντρογούρουνο | χοντρογούρουνα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χοντρογούρουνο ουδέτερο
- το μεγαλόσωμο γουρούνι, το σιτευτό γουρούνι
- (μεταφορικά) το παχύδερμο
Επίθετο
χοντρογούρουνο ουδέτερο
- (υβριστικά) για άτομο ιδιαίτερα παχύσαρκο
Μεταφράσεις
χοντρογούρουνο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.