χοντραλεσμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοντραλεσμένος η χοντραλεσμένη το χοντραλεσμένο
      γενική του χοντραλεσμένου της χοντραλεσμένης του χοντραλεσμένου
    αιτιατική τον χοντραλεσμένο τη χοντραλεσμένη το χοντραλεσμένο
     κλητική χοντραλεσμένε χοντραλεσμένη χοντραλεσμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοντραλεσμένοι οι χοντραλεσμένες τα χοντραλεσμένα
      γενική των χοντραλεσμένων των χοντραλεσμένων των χοντραλεσμένων
    αιτιατική τους χοντραλεσμένους τις χοντραλεσμένες τα χοντραλεσμένα
     κλητική χοντραλεσμένοι χοντραλεσμένες χοντραλεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χοντραλεσμένος < χοντρός + αλεσμένος

Μετοχή

χοντραλεσμένος και χοντροαλεσμένος

  1. αλεσμένος σε χοντρούς κόκκους
    αλεύρι χοντραλεσμένο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.