χονδρεμπόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χονδρεμπόριο τα χονδρεμπόρια
      γενική του χονδρεμπόριου
& χονδρεμπορίου
των χονδρεμπόριων
& χονδρεμπορίων
    αιτιατική το χονδρεμπόριο τα χονδρεμπόρια
     κλητική χονδρεμπόριο χονδρεμπόρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χονδρεμπόριο < χονδρ(ικό) + -εμπόριο

Ουσιαστικό

χονδρεμπόριο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.