χολικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χολικός | η | χολική | το | χολικό |
| γενική | του | χολικού | της | χολικής | του | χολικού |
| αιτιατική | τον | χολικό | τη | χολική | το | χολικό |
| κλητική | χολικέ | χολική | χολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χολικοί | οι | χολικές | τα | χολικά |
| γενική | των | χολικών | των | χολικών | των | χολικών |
| αιτιατική | τους | χολικούς | τις | χολικές | τα | χολικά |
| κλητική | χολικοί | χολικές | χολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χολικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
χολικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.