χλωρομεθάνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χλωρομεθάνιο | τα | χλωρομεθάνια |
| γενική | του | χλωρομεθανίου & χλωρομεθάνιου |
των | χλωρομεθανίων |
| αιτιατική | το | χλωρομεθάνιο | τα | χλωρομεθάνια |
| κλητική | χλωρομεθάνιο | χλωρομεθάνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χλωρομεθάνιο ουδέτερο
- εύφλεκτο αέριο, χημικού τύπου CH3Cl που χρησιμοποιείται στη χημική βιομηχανία - παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν σε ψυγεία ως ψυκτικό αέριο
Μεταφράσεις
χλωρομεθάνιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.