χιονόκαιρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χιονόκαιρος οι χιονόκαιροι
      γενική του χιονοκαίρου των χιονοκαίρων
    αιτιατική τον χιονόκαιρο τους χιονοκαίρους
     κλητική χιονόκαιρε χιονόκαιροι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χιονόκαιρος < χιονό- + καιρός

Προφορά

ΔΦΑ : /çoˈno.ce.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιονόκαιρος

Ουσιαστικό

χιονόκαιρος αρσενικό

  • (μετεωρολογία) ο χιονιάς
      Λίγες χαρές μπορούν να συγκριθούν με κείνες τις χειμέριες μέρες: Έξω χιονόκαιρος, οι σιλουέτες των φαλακρών δέντρων σκια​γραφημένες από το αγιάζι, το εξουθενωμένο φως.
    Πάτρικ Λη Φέρμορ, Η εποχή της δωρεάς, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2020, σελ. 121

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • χιονόκαιρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.