χιονοπόλεμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χιονοπόλεμος οι χιονοπόλεμοι
      γενική του χιονοπόλεμου των χιονοπόλεμων
    αιτιατική τον χιονοπόλεμο τους χιονοπόλεμους
     κλητική χιονοπόλεμε χιονοπόλεμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χιονοπόλεμος < χιονο- + πόλεμος (μαρτυρείται από το 1887)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ço.noˈpo.le.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιονοπόλεμος

Ουσιαστικό

Χιονοπόλεμος το 1400

χιονοπόλεμος αρσενικό

  • παιχνίδι στα χιόνια, όπου οι παίκτες σχηματίζουν με τα χέρια τους μπάλες από χιόνι και τις πετάει ο ένας στον άλλο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.