χιλιομέτρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιλιομέτρηση οι χιλιομετρήσεις
      γενική της χιλιομέτρησης* των χιλιομετρήσεων
    αιτιατική τη χιλιομέτρηση τις χιλιομετρήσεις
     κλητική χιλιομέτρηση χιλιομετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χιλιομετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χιλιομέτρηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική kilométrage < χιλιο- (χίλια) + [[μέτρηση}}

Ουσιαστικό

χιλιομέτρηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.