χθιζός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χθιζός < χθές
Επίθετο
χθιζός, ή, όν
- ο χτεσινός, της προηγούμενης μέρας από τη σημερινή ή από εκείνην που αναφέρεται στο κείμενο ως τρέχουσα για ένα γεγονός
- μή βουλομένοισι δέ ἐμέο πείθεσθαι εἰσί ὑμῖν πόνοι τῷ χθιζῷ παραπλήσιοι ἀναρίθμητοι. (Ηροδ.)
- αν δεν θέλετε να υπακούετε σε εμένα θα σας βρουν αναρίθμητες ταλαιπωρίες σαν τις χτεσινές
- χθιζὸς ἔβη (Ομηρος, Ιλιάδα)
- πήγε χθες (πήγε χτεσινός, όπως λέμε στη νεοελληνική "ήρθε πρωινός-πρωινός")
- μή βουλομένοισι δέ ἐμέο πείθεσθαι εἰσί ὑμῖν πόνοι τῷ χθιζῷ παραπλήσιοι ἀναρίθμητοι. (Ηροδ.)
Συνώνυμα
- χθιζινός, ή, όν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.