χεττιτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χεττιτικός | η | χεττιτική | το | χεττιτικό |
| γενική | του | χεττιτικού | της | χεττιτικής | του | χεττιτικού |
| αιτιατική | τον | χεττιτικό | τη | χεττιτική | το | χεττιτικό |
| κλητική | χεττιτικέ | χεττιτική | χεττιτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χεττιτικοί | οι | χεττιτικές | τα | χεττιτικά |
| γενική | των | χεττιτικών | των | χεττιτικών | των | χεττιτικών |
| αιτιατική | τους | χεττιτικούς | τις | χεττιτικές | τα | χεττιτικά |
| κλητική | χεττιτικοί | χεττιτικές | χεττιτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χεττιτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
χεττιτικός
- σχετικός με τους Χετταίους
Μεταφράσεις
χεττιτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.