χελιδονόψαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χελιδονόψαρο | τα | χελιδονόψαρα |
| γενική | του | χελιδονόψαρου | των | χελιδονόψαρων |
| αιτιατική | το | χελιδονόψαρο | τα | χελιδονόψαρα |
| κλητική | χελιδονόψαρο | χελιδονόψαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χελιδονόψαρο < χελιδον(ι) + -ό- + -ψαρο
Ουσιαστικό
χελιδονόψαρο ουδέτερο
- ονομασία διάφορων ψαριών που έχουν τη δυνατότητα να πετάνε για μικρό διάστημα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας
- (ψάρι) (ειδικότερα) το ψάρι με την επιστημονική ονομασία: Exocoetus volitans
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.