χειροπρακτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χειροπρακτικός οι χειροπρακτικοί
      γενική του/της χειροπρακτικού των χειροπρακτικών
    αιτιατική τον/τη χειροπρακτικό τους/τις χειροπρακτικούς
     κλητική χειροπρακτικέ χειροπρακτικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειροπρακτικός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χειροπρακτικός αρσενικό {χρειάζεται τεκμηρίωση}}

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.