χειρομύλη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| χειρομῠλα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | χειρομύλη | αἱ | χειρομύλαι | |
| γενική | τῆς | χειρομύλης | τῶν | χειρομυλῶν | |
| δοτική | τῇ | χειρομύλῃ | ταῖς | χειρομύλαις | |
| αιτιατική | τὴν | χειρομύλην | τὰς | χειρομύλᾱς | |
| κλητική ὦ! | χειρομύλη | χειρομύλαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χειρομύλᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | χειρομύλαιν | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- χειρομύλη < (χείρ) χειρο- + αρχαία ελληνική μύλη [ῠ]
Ουσιαστικό
χειρομύλη θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) ο μικρός χειροκίνητος μύλος, ο χερόμυλος, χειρόμυλος
Πηγές
- χειρομύλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χειρομύλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.