χειρομαλακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χειρομαλακτικός | η | χειρομαλακτική | το | χειρομαλακτικό |
| γενική | του | χειρομαλακτικού | της | χειρομαλακτικής | του | χειρομαλακτικού |
| αιτιατική | τον | χειρομαλακτικό | τη | χειρομαλακτική | το | χειρομαλακτικό |
| κλητική | χειρομαλακτικέ | χειρομαλακτική | χειρομαλακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χειρομαλακτικοί | οι | χειρομαλακτικές | τα | χειρομαλακτικά |
| γενική | των | χειρομαλακτικών | των | χειρομαλακτικών | των | χειρομαλακτικών |
| αιτιατική | τους | χειρομαλακτικούς | τις | χειρομαλακτικές | τα | χειρομαλακτικά |
| κλητική | χειρομαλακτικοί | χειρομαλακτικές | χειρομαλακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χειρομαλακτικός < χειρομαλάσσω + -τικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χειρομάλαξη
Μεταφράσεις
χειρομαλακτικός
|
|
- χειρομαλακτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.