χειριστήριον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χειριστήριον < ελληνιστική κοινή χειρισ(τής) + -τήριον & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική manipulateur [1]

Ουσιαστικό

χειριστήριον ουδέτερο

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.