χειμωνανθός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χειμωνανθός | οι | χειμωνανθοί |
| γενική | του | χειμωνανθού | των | χειμωνανθών |
| αιτιατική | τον | χειμωνανθό | τους | χειμωνανθούς |
| κλητική | χειμωνανθέ | χειμωνανθοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χειμωνανθός αρσενικό
- (βοτανική, λουλούδι) φυτό, με προέλευση την Κίνα, που έχει μικρά κίτρινα φυτά και ανθίζει το χειμώνα (Chimonanthus praecox)
- (γενικότερα) χειμωνιάτικο άνθος, κάθε λουλούδι που ανθίζει μέσα στο χειμώνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.