χειμωνανθός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χειμωνανθός οι χειμωνανθοί
      γενική του χειμωνανθού των χειμωνανθών
    αιτιατική τον χειμωνανθό τους χειμωνανθούς
     κλητική χειμωνανθέ χειμωνανθοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειμωνανθός < χειμώνας + ανθός

Ουσιαστικό

χειμωνανθός αρσενικό

  1. (βοτανική, λουλούδι) φυτό, με προέλευση την Κίνα, που έχει μικρά κίτρινα φυτά και ανθίζει το χειμώνα (Chimonanthus praecox)
  2. (γενικότερα) χειμωνιάτικο άνθος, κάθε λουλούδι που ανθίζει μέσα στο χειμώνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.