χαυνότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χαυνότης αἱ χαυνότητες
      γενική τῆς χαυνότητος τῶν χαυνοτήτων
      δοτική τῇ χαυνότητ ταῖς χαυνότησ(ν)
    αιτιατική τὴν χαυνότητ τὰς χαυνότητᾰς
     κλητική ! χαυνότης χαυνότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαυνότητε
γεν-δοτ τοῖν  χαυνοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαυνότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χαῦν(ος) + -ότης [1]

ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: χαυνότητα

Ουσιαστικό

χαυνότης, -ότητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. χαλαρότητα, μαλθακότητα, αραιότητα, για κάτι που δεν είναι στέρεο (για έδαφος: π.χ. το χιόνι ή το μαλακό χώμα)
  2. (μεταφορικά) αλαζονεία

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη χαῦνος

Αναφορές

  1. χαύνος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.