χασογκόλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χασογκόλης οι χασογκόληδες
      γενική του χασογκόλη των χασογκόληδων
    αιτιατική τον χασογκόλη τους χασογκόληδες
     κλητική χασογκόλη χασογκόληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χασογκόλης < χάνω + γκολ + -ης

Ουσιαστικό

χασογκόλης αρσενικό

  • (αθλητισμός, αργκό) αθλητής (ποδοσφαιριστής κ.λπ.) που συστηματικά αποτυγχάνει να σκοράρει, να πετύχει γκολ
      Από… χασογκόλης στον Άρη και παροπλισμένος στον Παναθηναϊκό μετατράπηκε σε ηγέτη του Ηρακλή και πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος (Εφημερίδα Μακεδονία )
      Ο Ισπανός επιθετικός βγάζει επιτέλους από πάνω του την ρετσινιά του χασογκόλη και κινείται σε νέα ανανεωμένα νερά (Ο Μοράτα πλέον δεν είναι χασογκόλης αλλά ένας επιθετικός κλάσης, Athletic Square, 17/8/2022 )

Πηγές

  • χασογκόλης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • χασογκόλης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.