χασαποταβέρνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χασαποταβέρνα | οι | χασαποταβέρνες |
| γενική | της | χασαποταβέρνας | των | χασαποταβερνών |
| αιτιατική | τη | χασαποταβέρνα | τις | χασαποταβέρνες |
| κλητική | χασαποταβέρνα | χασαποταβέρνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χασαποταβέρνα θηλυκό
- είδος καταστήματος που περιλαμβάνει χασάπικο και ταβέρνα στον ίδιο χώρο, ή ταβέρνα που ο ιδιοκτήτης της διατηρούσε χασάπικο δίπλα ακριβώς, συνηθισμένο φαινόμενο σε μικρές κοινότητες παλιότερα
- ταβέρνα που έχει σαν κύριο γεύμα ψητά κρέατα
Μεταφράσεις
χασαποταβέρνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.