χαρτούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαρτούρα | οι | χαρτούρες |
| γενική | της | χαρτούρας | — | |
| αιτιατική | τη | χαρτούρα | τις | χαρτούρες |
| κλητική | χαρτούρα | χαρτούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χαρτούρα θηλυκό
- πλήθος εγγράφων, χαρτομάνι, συνήθως για χαρτιά / έγγραφα / βιβλία σε μεγάλη ποσότητα
- (αργκό) τα χαρτονομίσματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.