χαρτοκόπτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαρτοκόπτης | οι | χαρτοκόπτες |
| γενική | του | χαρτοκόπτη | των | χαρτοκοπτών |
| αιτιατική | τον | χαρτοκόπτη | τους | χαρτοκόπτες |
| κλητική | χαρτοκόπτη | χαρτοκόπτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χαρτοκόπτης αρσενικό
- χαρτοκόφτης
Αναφορές
- σελ. 1103, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
_MET_189779.jpg.webp)