χαρτοδέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαρτοδέτης | οι | χαρτοδέτες |
| γενική | του | χαρτοδέτη | των | χαρτοδετών |
| αιτιατική | τον | χαρτοδέτη | τους | χαρτοδέτες |
| κλητική | χαρτοδέτη | χαρτοδέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρτοδέτης < χαρτο- + -δέτης + αρχαία ελληνική -δέτης δετός
Ουσιαστικό
χαρτοδέτης αρσενικό
- (επάγγελμα) εκείνος που ασχολείται επαγγελματικά με τη χαρτοδεσία, που δένει βιβλία, ο βιβλιοδέτης που ασχολείται περισσότερο με το δέσιμο με χαρτί
Μεταφράσεις
χαρτοδέτης
|
|
Πηγές
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.