χαρτοβάμβακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαρτοβάμβακας | οι | χαρτοβάμβακες |
| γενική | του | χαρτοβάμβακα | των | χαρτοβαμβάκων |
| αιτιατική | τον | χαρτοβάμβακα | τους | χαρτοβάμβακες |
| κλητική | χαρτοβάμβακα | χαρτοβάμβακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρτοβάμβακας < χαρτο- + βαμβάκ(ι) + -ας
Ουσιαστικό
χαρτοβάμβακας ουδέτερο
- απορροφητικό υλικό που χρησιμοποιείται στη φροντίδα ατόμων που βρίσκονται σε κατάκλιση ή πάσχουν από ακράτεια
Μεταφράσεις
χαρτοβάμβακας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.