χαροπάλεμα

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαροπάλεμα τα χαροπαλέματα
      γενική του χαροπαλέματος των χαροπαλεμάτων
    αιτιατική το χαροπάλεμα τα χαροπαλέματα
     κλητική χαροπάλεμα χαροπαλέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαροπάλεμα < χαροπαλεύω+ -μα

Ουσιαστικό

χαροπάλεμα ουδέτερο

  1. οι τελευταίες ώρες ή στιγμές ενός ανθρώπου, όταν πια η κατάταστασή του δεν είναι απλώς κρίσιμη, αλλά διαφαίνεται ότι παλεύει με το χάρο, το ψυχορράγημα, η επιθανάτια αγωνία
  2. ο ιδιαίτερα σκληρός αγώνας για επιβίωση, τόσο που μοιάζει να μη μπορείς να νικήσεις, σαν να παλεύεις με ανώτερη δύναμη, με κάτι μοιραίο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.