χαροπάλεμα
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαροπάλεμα | τα | χαροπαλέματα |
| γενική | του | χαροπαλέματος | των | χαροπαλεμάτων |
| αιτιατική | το | χαροπάλεμα | τα | χαροπαλέματα |
| κλητική | χαροπάλεμα | χαροπαλέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαροπάλεμα < χαροπαλεύω+ -μα
Ουσιαστικό
χαροπάλεμα ουδέτερο
- οι τελευταίες ώρες ή στιγμές ενός ανθρώπου, όταν πια η κατάταστασή του δεν είναι απλώς κρίσιμη, αλλά διαφαίνεται ότι παλεύει με το χάρο, το ψυχορράγημα, η επιθανάτια αγωνία
- ο ιδιαίτερα σκληρός αγώνας για επιβίωση, τόσο που μοιάζει να μη μπορείς να νικήσεις, σαν να παλεύεις με ανώτερη δύναμη, με κάτι μοιραίο
Μεταφράσεις
χαροπάλεμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.