χαριτολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαριτολογία | οι | χαριτολογίες |
| γενική | της | χαριτολογίας | των | χαριτολογιών |
| αιτιατική | τη | χαριτολογία | τις | χαριτολογίες |
| κλητική | χαριτολογία | χαριτολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαριτολογία < χαριτολογώ
Ουσιαστικό
χαριτολογία θηλυκό
- το ευφυολόγημα, η εξυπνάδα, ο λόγος που διανθίζεται με αστεία (όχι ξεκαρδιστικά, αλλά που ίσως σε κάνουν να χαμογελάς)
- Δεν αφήνετε τώρα τις χαριτολογίες να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με τον ΕΝΦΙΑ;
Μεταφράσεις
χαριτολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.