χαριτολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαριτολογία οι χαριτολογίες
      γενική της χαριτολογίας των χαριτολογιών
    αιτιατική τη χαριτολογία τις χαριτολογίες
     κλητική χαριτολογία χαριτολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαριτολογία < χαριτολογώ

Ουσιαστικό

χαριτολογία θηλυκό

  1. το ευφυολόγημα, η εξυπνάδα, ο λόγος που διανθίζεται με αστεία (όχι ξεκαρδιστικά, αλλά που ίσως σε κάνουν να χαμογελάς)
    Δεν αφήνετε τώρα τις χαριτολογίες να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με τον ΕΝΦΙΑ;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.