χαραμάδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαραμάδος | οι | χαραμάδοι |
| γενική | του | χαραμάδου | των | χαραμάδων |
| αιτιατική | τον | χαραμάδο | τους | χαραμάδους |
| κλητική | χαραμάδε | χαραμάδοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαραμάδος < εβραϊκή חרם (kherem)
Ουσιαστικό
χαραμάδος αρσενικό
- (παρωχημένο) (σπάνιο) (θρησκεία) αποσυνάγωγος
- ※ Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ Κοινότης τὸν εἶχε κάμει χαραμάδον, ἤτοι ἀποσυνάγωγον, μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων ἐμποροπλοιάρχων. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο χαραμάδος)
Μεταφράσεις
χαραμάδος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.