χαντούμης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαντούμης οι χαντούμηδες
      γενική του χαντούμη των χαντούμηδων
    αιτιατική τον χαντούμη τους χαντούμηδες
     κλητική χαντούμη χαντούμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαντούμης < (άμεσο δάνειο) τουρκική hadim < αραβική خادم (khadim, ευνούχος)

Ουσιαστικό

χαντούμης αρσενικό

  1. ο ευνούχος
  2. (μεταφορικά) για άνδρα που δεν έχει στύση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.