χαντούμης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαντούμης | οι | χαντούμηδες |
| γενική | του | χαντούμη | των | χαντούμηδων |
| αιτιατική | τον | χαντούμη | τους | χαντούμηδες |
| κλητική | χαντούμη | χαντούμηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαντούμης < (άμεσο δάνειο) τουρκική hadim < αραβική خادم (khadim, ευνούχος)
Μεταφράσεις
χαντούμης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.