χαμωτίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαμωτίδα | οι | χαμωτίδες |
| γενική | της | χαμωτίδας | των | χαμωτίδων |
| αιτιατική | τη | χαμωτίδα | τις | χαμωτίδες |
| κλητική | χαμωτίδα | χαμωτίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
%252C_Castuera%252C_Extremadura%252C_Spain.jpg.webp)
Μια αρσενική χαμωτίδα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.moˈti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μω‐τί‐δα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.