χαμοδρυά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαμοδρυά | οι | χαμοδρυές |
| γενική | της | χαμοδρυάς | των | χαμοδρυών |
| αιτιατική | τη | χαμοδρυά | τις | χαμοδρυές |
| κλητική | χαμοδρυά | χαμοδρυές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ανθισμένη χαμοδρυά
Ετυμολογία
- χαμοδρυά < αρχαία ελληνική χαμαίδρυς
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.mo.ðɾiˈa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μο‐δρυ‐ά
Μεταφράσεις
χαμοδρυά
|
|
Πηγές
- χαμοδρυά σελ.7784 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- χαμοδρυά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.