εμότζι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμότζι < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) αγγλική emoji < ιαπωνική 絵文字 (emoji) < 絵 (e, εικόνα) + 文字 (moji, χαρακτήρας)
Ουσιαστικό
εμότζι ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός, διαδίκτυο, τηλεπικοινωνίες, διαδικτυακή αργκό) ιδεόγραμμα που χρησιμοποιείται για να εκφράσει ο αποστολέας διάφορα συναισθήματα σε μηνύματα που στέλνονται από υπολογιστή, ταμπλέτα ή κινητό τηλέφωνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
