χαμαλιάτικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | χαμαλιάτικα | ||
| γενική | των | χαμαλιάτικων | ||
| αιτιατική | τα | χαμαλιάτικα | ||
| κλητική | χαμαλιάτικα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.maˈʎa.ti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μα‐λιά‐τι‐κα
Μεταφράσεις
χαμαλιάτικα
|
|
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.