χαλινώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαλινώνω < αρχαία ελληνική χαλινόω-χαλινῶ
Ρήμα
χαλινώνω
- βάζω χαλινό, χαλινάρι σε άλογο ή άλλο υποζύγιο
- χαλιναγωγώ μια ορμή (σπανιότερη χρήση πλέον)
- Πρόσμεινε· μή τήν καταδικάζῃς· σκέψου καλά· χαλίνωσε τήν βίαν τήν φρικτήν σου. ("Βασιλιάς Λήρ" του Σέξπηρ, σε μετάφραση Δημ. Βικέλα, 1885)
- περιορίζω, συγκρατώ, μαζεύω(καποιον)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.