χαλινώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαλινώνω < αρχαία ελληνική χαλινόω-χαλινῶ

Ρήμα

χαλινώνω

  1. βάζω χαλινό, χαλινάρι σε άλογο ή άλλο υποζύγιο
  2. χαλιναγωγώ μια ορμή (σπανιότερη χρήση πλέον)
    Πρόσμεινε· μή τήν καταδικάζῃς· σκέψου καλά· χαλίνωσε τήν βίαν τήν φρικτήν σου. ("Βασιλιάς Λήρ" του Σέξπηρ, σε μετάφραση Δημ. Βικέλα, 1885)
  3. περιορίζω, συγκρατώ, μαζεύω(καποιον)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.