χαιρετούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαιρετούρα οι χαιρετούρες
      γενική της χαιρετούρας
    αιτιατική τη χαιρετούρα τις χαιρετούρες
     κλητική χαιρετούρα χαιρετούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαιρετούρα < χαιρετ(ώ) + -ούρα

Προφορά

ΔΦΑ : /çe.ɾeˈtu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαιρετούρα

Ουσιαστικό

χαιρετούρα θηλυκό

  • (οικείο, συχνά ειρωνικό) για χαιρετισμούς που είναι είτε υπερβολικοί σε αριθμό είτε υποκριτικοί
    Θα ξεμπερδεύουμε καμιά φορά με τις χαιρετούρες;

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.