χαβανέζικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαβανέζικος | η | χαβανέζικη | το | χαβανέζικο |
| γενική | του | χαβανέζικου | της | χαβανέζικης | του | χαβανέζικου |
| αιτιατική | τον | χαβανέζικο | τη | χαβανέζικη | το | χαβανέζικο |
| κλητική | χαβανέζικε | χαβανέζικη | χαβανέζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαβανέζικοι | οι | χαβανέζικες | τα | χαβανέζικα |
| γενική | των | χαβανέζικων | των | χαβανέζικων | των | χαβανέζικων |
| αιτιατική | τους | χαβανέζικους | τις | χαβανέζικες | τα | χαβανέζικα |
| κλητική | χαβανέζικοι | χαβανέζικες | χαβανέζικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
χαβανέζικος -η/ια -ο
- που προέρχεται από ή ανήκει στη ή χαρακτηρίζει τη Χαβάη και τους Χαβανέζους
Μεταφράσεις
χαβανέζικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.