χάψιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάψιμο τα χαψίματα
      γενική του χαψίματος των χαψιμάτων
    αιτιατική το χάψιμο τα χαψίματα
     κλητική χάψιμο χαψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάψιμο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χάψιμο ουδέτερο

  1. η γρήγορη και λαίμαργη κατάποση
  2. (μεταφορικά) η απερίσκεπτη και αφελής αποδοχή των λόγων κάποιου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.