φώλιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φώλιασμα | τα | φωλιάσματα |
| γενική | του | φωλιάσματος | των | φωλιασμάτων |
| αιτιατική | το | φώλιασμα | τα | φωλιάσματα |
| κλητική | φώλιασμα | φωλιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φώλιασμα ουδέτερο
- η καταφυγή σε μια φωλιά ή σε ένα καταφύγιο για να προστατευτεί κάποιος από κάτι
Συγγενικά
- ξεφώλιασμα
Μεταφράσεις
φώλιασμα
|
|
Πηγές
- λήγουν σε -φώλιασμα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.