φωλιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φωλιάζω < αρχαία ελληνικήφωλεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /foˈʎa.zo/

Ρήμα

φωλιάζω

  1. (για πτηνά) κατασκευάζω φωλιά και μπαίνω μέσα
     συνώνυμα: φωλεύω
  2. (για ζώα) βρίσκομαι ή κρύβομαι στη φωλιά μου
     συνώνυμα: φωλεύω
  3. (για ζώα) διανύω την περίοδο της χειμερίας νάρκης στη φωλιά μου
  4. (μεταφορικά, για ανθρώπους) μπαίνω κάπου και κρύβομαι
     συνώνυμα: τρυπώνω, χώνομαι
  5. (μεταφορικά, για συναισθήματα) υπάρχω μέσα σε κάποιον / κάτι, χωρίς να γίνεται αντιληπτή η παρουσία μου

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.