φωτοτυπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φωτοτυπικός | η | φωτοτυπική | το | φωτοτυπικό |
| γενική | του | φωτοτυπικού | της | φωτοτυπικής | του | φωτοτυπικού |
| αιτιατική | τον | φωτοτυπικό | τη | φωτοτυπική | το | φωτοτυπικό |
| κλητική | φωτοτυπικέ | φωτοτυπική | φωτοτυπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φωτοτυπικοί | οι | φωτοτυπικές | τα | φωτοτυπικά |
| γενική | των | φωτοτυπικών | των | φωτοτυπικών | των | φωτοτυπικών |
| αιτιατική | τους | φωτοτυπικούς | τις | φωτοτυπικές | τα | φωτοτυπικά |
| κλητική | φωτοτυπικοί | φωτοτυπικές | φωτοτυπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φωτοτυπικός < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.