φωτοστοιχειοθεσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωτοστοιχειοθεσία | οι | φωτοστοιχειοθεσίες |
| γενική | της | φωτοστοιχειοθεσίας | των | φωτοστοιχειοθεσιών |
| αιτιατική | τη | φωτοστοιχειοθεσία | τις | φωτοστοιχειοθεσίες |
| κλητική | φωτοστοιχειοθεσία | φωτοστοιχειοθεσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φωτοστοιχειοθεσία < φωτο- + στοιχειοθεσία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
φωτοστοιχειοθεσία θηλυκό
- (εκτύπωση) διαδικασία με την οποία το φιλμ που προορίζεται για εκτύπωση όφσετ, παράγεται με τη φωτογράφιση μεμονωμένων στοιχείων από έτοιμες φωτογραφημένες γραμματοσειρές
- (συνεκδοχικά) το εργαστήριο που κάνει αυτήν την εργασία
Ταυτόσημο
Μεταφράσεις
φωτοστοιχειοθεσία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.