φωσφατίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωσφατίνη οι φωσφατίνες
      γενική της φωσφατίνης των φωσφατινών
    αιτιατική τη φωσφατίνη τις φωσφατίνες
     κλητική φωσφατίνη φωσφατίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωσφατίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phosphatine (σήμα κατατεθέν) < phosphore + -ine < φωσφ όπως φώσφορος + -ίνη[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.sfaˈti.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωσφατίνη

Ουσιαστικό

φωσφατίνη θηλυκό

  • (τρόφιμο) φαγητό για μωρά το οποίο περιέχει άμυλο, ζάχαρη, και φωσφορικό αλάτι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.