φωσφατίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωσφατίνη | οι | φωσφατίνες |
| γενική | της | φωσφατίνης | των | φωσφατινών |
| αιτιατική | τη | φωσφατίνη | τις | φωσφατίνες |
| κλητική | φωσφατίνη | φωσφατίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /fo.sfaˈti.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐σφα‐τί‐νη
Ουσιαστικό
φωσφατίνη θηλυκό
Αναφορές
- φωσφατίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.