φωνηεντισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φωνηεντισμός | οι | φωνηεντισμοί |
| γενική | του | φωνηεντισμού | των | φωνηεντισμών |
| αιτιατική | τον | φωνηεντισμό | τους | φωνηεντισμούς |
| κλητική | φωνηεντισμέ | φωνηεντισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φωνηεντισμός αρσενικό
- η παρουσία ενός συγκεκριμένου φωνήεντος στο θέμα λέξεως
- το σύνολο των φωνηέντων μιας γλώσσας, τα φωνήεντα
- μετατροπή σε φωνήεν
- παροχή ή συμπλήρωση (σε ένα συμφωνικό κείμενο, όπως συμβαίνει με την εβραϊκή και την αραβική γλώσσα) των φωνηέντων ή φωνηεντικών σημείων
Μεταφράσεις
παροχή των φωνηέντων μιας λέξης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.