φωνίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωνίτσα οι φωνίτσες
      γενική της φωνίτσας
    αιτιατική τη φωνίτσα τις φωνίτσες
     κλητική φωνίτσα φωνίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωνίτσα < φων(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Προφορά

ΔΦΑ : /foˈni.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωνίτσα

Ουσιαστικό

φωνίτσα θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φωνή

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.