φυτολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φυτολογία | οι | φυτολογίες |
| γενική | της | φυτολογίας | των | φυτολογιών |
| αιτιατική | τη | φυτολογία | τις | φυτολογίες |
| κλητική | φυτολογία | φυτολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φυτολογία < (λόγιο δάνειο) γαλλική phytologie[1] < phyto- + -logie
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
φυτολογία
|
|
- φυτολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.