φυσικοχημικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φυσικοχημικός | η | φυσικοχημική | το | φυσικοχημικό |
| γενική | του | φυσικοχημικού | της | φυσικοχημικής | του | φυσικοχημικού |
| αιτιατική | τον | φυσικοχημικό | τη | φυσικοχημική | το | φυσικοχημικό |
| κλητική | φυσικοχημικέ | φυσικοχημική | φυσικοχημικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φυσικοχημικοί | οι | φυσικοχημικές | τα | φυσικοχημικά |
| γενική | των | φυσικοχημικών | των | φυσικοχημικών | των | φυσικοχημικών |
| αιτιατική | τους | φυσικοχημικούς | τις | φυσικοχημικές | τα | φυσικοχημικά |
| κλητική | φυσικοχημικοί | φυσικοχημικές | φυσικοχημικά | |||
| Το θηλυκό, όταν αναφέρεται στην επιστήμονα, είναι όμοιο με το αρσενικό | ||||||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φυσικοχημικός < φυσικοχημεία
Μεταφράσεις
φυσικοχημικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.