cartouche
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- cartouche < γαλλική
Ουσιαστικό
cartouche (en)
- διακοσμητικό στοιχείο που παριστάνει έναν πάπυρο-μία περγαμηνή με τυλιγμένα άκρα πάνω στον οποίο υπάρχει μια εγγραφή (κείμενο, γράμματα, σχήμα, προσωπογραφία, σχέδιο, θυρεός κτλ.)
- ένας διακοσμητικός πίνακας που μέσα του περιέχει οτιδήποτε (συνήθως δύο διαστάσεων, ή εγχάρακτος αλλά και γενικότερα)
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- cartouche < ιταλική cartuccia
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaʁ.tuʃ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| cartouche | cartouches |
cartouche (fr) αρσενικό
- διακοσμητικό στοιχείο που παριστάνει έναν χάρτη πάνω στον οποίο υπάρχει μια εγγραφή
- πληροφοριακό τετραγωνίδιο σχετικό με ένα σχέδιο, χάρτη, κ.α.
Εκφράσεις
- cartouche à blanc
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.