cartouche

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

cartouche < γαλλική

Προφορά

ΔΦΑ : /kɑːɹˈtuːʃ/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /kɑɹˈtuʃ/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

cartouche (en)

  1. διακοσμητικό στοιχείο που παριστάνει έναν πάπυρο-μία περγαμηνή με τυλιγμένα άκρα πάνω στον οποίο υπάρχει μια εγγραφή (κείμενο, γράμματα, σχήμα, προσωπογραφία, σχέδιο, θυρεός κτλ.)
  2. ένας διακοσμητικός πίνακας που μέσα του περιέχει οτιδήποτε (συνήθως δύο διαστάσεων, ή εγχάρακτος αλλά και γενικότερα)

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

cartouche < ιταλική cartuccia

Προφορά

ΔΦΑ : /kaʁ.tuʃ/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cartouche cartouches

cartouche (fr) αρσενικό

  1. διακοσμητικό στοιχείο που παριστάνει έναν χάρτη πάνω στον οποίο υπάρχει μια εγγραφή
  2. πληροφοριακό τετραγωνίδιο σχετικό με ένα σχέδιο, χάρτη, κ.α.

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cartouche cartouches

cartouche (fr) θηλυκό

  1. το φυσίγγιο
  2. η αμπούλα μελάνης

Εκφράσεις

  • cartouche à blanc
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.