φυλλομέτρημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυλλομέτρημα τα φυλλομετρήματα
      γενική του φυλλομετρήματος των φυλλομετρημάτων
    αιτιατική το φυλλομέτρημα τα φυλλομετρήματα
     κλητική φυλλομέτρημα φυλλομετρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυλλομέτρημα < (φυλλομετρώ) φυλλομετρη- + -μα

Ουσιαστικό

φυλλομέτρημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.